- συσχημάτισις
- συσχημᾰτ-ισις, εως, ἡ,A similar situation, τῶν ἀστέρων Sch.Ptol.Tetr.15, 18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσχημάτισις — ίσεως, ἡ, Α [συσχηματίζω] συσχηματισμός* … Dictionary of Greek
συσχηματίσεως — συσχηματίσεω̆ς , συσχημάτισις similar situation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)